σαφράν

σαφράν
το, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία αρωματικού, που λαμβάνεται από αποξηραμένα στίγματα τού υπέρου τού φυτού ήμερος κρόκος και είναι γνωστό και ως ζαφορά
2. (φαρμ.) η ίδια ουσία, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τού ελιξηρίου τού Γκαρύς και τού λαύδανου τού Σύντενχαμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. safran batard (< αραβοπερσ. zafaran)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαφράς — ο, Ν το σαφράν. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σαφράν] …   Dictionary of Greek

  • σαφρόλη — η, Ν (βιοχ.) δικυκλική αρωματική οργανική ένωση που αποτελεί συστατικό τού αιθέριου ελαίου τού σαφράν και τού καμφορελαίου, από τα οποία και εξάγεται, και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στη Νέα Ελληνική… …   Dictionary of Greek

  • σαφράνα — η, και σαφράνι, το, Ν το σαφράν …   Dictionary of Greek

  • σαφρανίνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι σαφρανίνες χημ. συνοπτική ονομασία ιωδών ή ερυθρών χρωστικών υλών που ανήκουν στην ομάδα τών αζινοχρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στη Νέα Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. safranine < γαλλ. safran (πρβλ. σαφράν) + κατάλ. ine… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”