- σαφράν
- το, Ν1. βοτ. κοινή ονομασία αρωματικού, που λαμβάνεται από αποξηραμένα στίγματα τού υπέρου τού φυτού ήμερος κρόκος και είναι γνωστό και ως ζαφορά2. (φαρμ.) η ίδια ουσία, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τού ελιξηρίου τού Γκαρύς και τού λαύδανου τού Σύντενχαμ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. safran batard (< αραβοπερσ. za ‘faran)].
Dictionary of Greek. 2013.